- ὑπηνέμωσε
- ὑπό , ἀνά-μῶμαιseek afteraor ind act 3rd sgὑπό-ἀνεμόωaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπανεμώ — όω, Α (κυρίως μτφ.) πνέω απαλά πάνω σε κάτι («καί πως ἔρωτι τὰς παρειὰς ὑπηνέμωσε», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνεμῶ (< ἄνεμος)] … Dictionary of Greek